- πλουτόχθων
- πλουτό-χθων, ονος, ὁ, ἡ,A rich in treasures of the earth, in allusion to the silver mines of Laureion, A.Eu.947 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλουτόχθων — rich in treasures of the earth masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουτόχθων — ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν 1. πλούσιος σε θησαυρούς τής γης 2. αυτός που πλουτίζει από τη γη του αρχ. (σχετικά με τα ορυχεία αργύρου τού Λαυρείου) πλούτος θησαυρών τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτό… … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek